τριακοντάδραχμος

τριακοντάδραχμος
-η, -ο / τριακοντάδραχμος, -ον, ΝΑ, και τριακοντόδραχμος, -ον, Α
αυτός που έχει αξία τριάντα δραχμών, τριαντάδραχμος (α. «τριακοντάδραχμο χαρτόσημο» β. «τριακοντάδραχμοι πυροί», Πολυδ.)
αρχ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ τριακοντάδραχμοι
τάξη φορολογουμένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + -δραχμος (< δραχμή)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τριακοντόδραχμος — ον, Α βλ. τριακοντάδραχμος …   Dictionary of Greek

  • τριαντάδραχμος — η, ο, Ν αυτός που έχει αξία τριάντα δραχμών, τριακοντάδραχμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάντα + δραχμή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”